- προσημαίνω
- ΝΜΑ, και δωρ. τ. προσαμαίνω Αδείχνω σημάδια για το μέλλον, φανερώνω με σημάδια το μέλλον (α. «προεσήμαινε τα μέλλοντα ἔσεσθαι», Ηρόδ.β. «ὡς τοῡ δαιμονίου προσημαίνοντος», Ξεν.)2. σημειώνω κάτι εκ τών προτέρων, προσημειώνωαρχ.1. (για κήρυκα) κηρύσσω κάτι εκ τών προτέρων2. (για άνεμο) φανερώνω, δείχνω3. (για συμπτώματα) προαναγγέλλω την εμφάνιση νόσου4. φρ. «ἡ προσημανθεῑσα τιμή» — η τιμή που έχει λεχθεί εκ τών προτέρων, η συμφωνημένη τιμή.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + σημαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.